- ὑπαγωγικός
- ὑπᾰγωγ-ικός, ή, όν,A drawn slowly out, περίοδος, opp. στρογγύλη καὶ πυκνή, D.H. Dem.4.II attractive, persuasive, Id.Comp.4 (unless in sense 1: v.l. ἐπαγ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπαγωγικός — ή, όν, Α [ὑπαγωγός] 1. αυτός που εκτείνεται σε μήκος, αυτός που έχει πλατειασμούς 2. ελκυστικός … Dictionary of Greek
ὑπαγωγικόν — ὑπαγωγικός drawn slowly out masc acc sg ὑπαγωγικός drawn slowly out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαγωγική — ὑπαγωγικός drawn slowly out fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπαγωγικήν — ὑπαγωγικός drawn slowly out fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)